Καραμέρος για Κτηματολόγιο: «Κτηματογράφηση με εκκρεμότητες δεν είναι κτηματογράφηση»

Στην επιτακτική ανάγκη να ολοκληρωθεί το σύγχρονο Ελληνικό Κτηματολόγιο έτσι ώστε να διασφαλιστεί από τη λειτουργία του η ιδιωτική και δημόσια περιουσία, παράλληλα με την προστασία του φυσικού μας περιβάλλοντος σε συνθήκες κλιματικής κατάρρευσης, αναφέρθηκε ο Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Γ. Καραμέρος, Βουλευτής Α΄ Ανατολικής Αττικής και Τομεάρχης Ψηφιακής Διακυβέρνησης στην πρώτη συζήτηση του Νομοσχεδίου για το Ελληνικό Κτηματολόγιο.

Αφού εξήγησε την προτεραιότητα του Ν.4512/2018 της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα για έναν ισχυρό δημόσιο φορέα, ενιαίο και αποτελεσματικό με ψηφιακές δυνατότητες, όπως ισχύει στις ευρωπαϊκές χώρες, κατέκρινε τη φιλοσοφία της ΝΔ να αντιμετωπίζει επιφανειακά το Κτηματολόγιο, ως ένα ακόμα ψηφιακό έργο.

Άσκησε κριτική για μία ολόκληρη κυβερνητική θητεία της ΝΔ με σοβαρές παραλείψεις και καθυστερήσεις στο Κτηματολόγιο, δίχως να αντιμετωπιστεί το μείζον πρόβλημα της υποστελέχωσης του προσωπικού, αλλά και της αναβάθμισης των δύσχρηστων ηλεκτρονικών υπηρεσιών προς τις επαγγελματικές ομάδες.

Μίλησε για τις εικόνες ντροπής με πολίτες να στήνονται σε ουρές πριν καν ξημερώσει για το χαρτάκι προτεραιότητας, ενώ αναφέρθηκε στους εργαζόμενους που είναι αριθμητικά λίγοι για έναν τεράστιο όγκο εργασιών παραλαβής, νομικού ελέγχου, έκδοσης πιστοποιητικών και διόρθωσης χιλιάδων λαθών και αστοχιών της κτηματογράφησης και αναρωτήθηκε αν τελικά μέσα σε αυτές τις συνθήκες είναι πραγματικά εφικτή η διεκπεραίωση μιας ηλεκτρονικά υποβληθείσας πράξης σε μία μόνο μέρα από τον επόμενο μήνα, όπως δεσμεύθηκε η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης.

Επιπρόσθετα, σχολίασε με καυστικό τρόπο τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης που έδωσαν σε ελεύθερους επαγγελματίες δικηγόρους, αρμοδιότητα ελέγχου της νομιμότητας δικαιολογητικών και εγγραφής τις πράξεις αυτές στη βάση του Κτηματολογίου, αφαιρώντας από τους προϊστάμενους του Κτηματολογίου να κάνουν αυτό που είναι υποχρεωτικό και αμφισβητώντας ουσιαστικά το κράτος δικαίου, τις συναλλαγές και τις χρήσεις γης.

Χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ως μνημείο συντήρησης των εκκρεμοτήτων, ενώ επεσήμανε την αοριστία που επικρατεί στην οριστική διάρθρωση των Κτηματολογικών Γραφείων και των Υποκαταστημάτων, τα οποία λειτουργούν με ελλιπείς δομές και κατακερματισμένα αρχεία.

Παράλληλα σημείωσε πως το νομοσχέδιο προτείνει μία νέα πλατφόρμα, όπου θα έχουν τη δυνατότητα εξωτερικοί συνεργάτες να ελέγχουν απομακρυσμένα τα εισερχόμενα έγγραφα και να χρηματοδοτούνται δηλαδή  αφού η αποφασιστική αρμοδιότητα της καταχώρησης και του τελικού ελέγχου θα βαρύνει το προσωπικό των Γραφείων, προϊστάμενους και διοικητικούς υπαλλήλους.

Αναφορικά με τις διατάξεις του νομοσχεδίου υποστήριξε πως παρά τις ελάχιστες προβλέψεις για επιτάχυνση διαδικασιών, δεν λύνεται το πρόβλημα αργής ολοκλήρωσης του Ελληνικού Κτηματολογίου, καθώς δεν αντιμετωπίζεται το μείζον, δηλ. η υποστελέχωση. Για τη διόρθωση πρόδηλων σφαλμάτων, οι παρατάσεις προθεσμιών στις κτηματολογικές εγγραφές και στην προσφυγή σε κτηματολογικό δικαστή υπογράμμισε πως δεν θα λειτουργήσει σε συνθήκες μειωμένου προσωπικού, ενώ υφίσταται κίνδυνος κατάθεσης παραποιημένων εγγράφων από την απαλλαγή έκδοσης αντιγράφων. Για τη διεύρυνση της βάσης των διαπιστευμένων μηχανικών ανέφερε πως πρόκειται για εκχώρηση αρμοδιοτήτων, ενώ στη διάταξη για την άσκηση καθηκόντων προϊσταμένων Κτηματολογικών Γραφείων και την κάλυψη από υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ εξήγησε την σπουδαιότητα εκείνων των υπαλλήλων του νομικού κλάδου, υποδεικνύοντας ως πιο ιδανική την κάλυψη από αναπληρωτές προϊσταμένους με ένα έτος προϋπηρεσίας.

Κλείνοντας επικαλούμενος τις ρυθμίσεις για την παράταση εκπόνησης μελέτης ταξινόμησης δεδομένων (data classification) και τις ανάλογες προθεσμίες για τη μεταφορά εφαρμογών και κεντρικών πληροφοριακών συστημάτων στα κυβερνητικά νέφη G-Cloud, RECloud και HCloud επεσήμανε την κρισιμότητα της καθυστέρησης λήψης πολιτικών για την κυβερνοασφάλεια, ενώ διέκρινε στην περίπτωση της παράτασης πληρωμής δαπανών του «ΣΥΖΕΥΞΙΣ Ι» την αδυναμία ολοκλήρωσης ενός συμβασιοποιημένου από το 2014 έργου που υποδηλώνει παράλληλα πόσο επικοινωνιακές και χωρίς αντίκρισμα είναι οι αναφορές των Υπουργών της Κυβέρνησης σε σχέση με το «ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙΙ».